- ἐπεκπίνω
- ἐπεκ-πίνω [ῑ],A drink off after, E.Cyc.327.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
επεκπίνω — ἐπεκπίνω (Α) πίνω κάτι μετά από κάτι άλλο … Dictionary of Greek
ἐπεκπιών — ἐπεκπίνω drink off after aor part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πίνω — ΝΜΑ, αιολ. τ. πώνω Α 1. εισάγω στο στομάχι υγρό από το στόμα 2. (με ειδική σημ.) καταναλώνω κρασί ή άλλα οινοπνευματώδη ποτά (α. «αυτός πίνει πολύ» β. «οὕτω πίνοντας πρὸς ἡδονήν», Πλάτ.) 3. μτφ. απορροφώ, ρουφώ, τραβώ (α. «το φαΐ ήπιε όλο το… … Dictionary of Greek
συνεπεκπίνω — Α πίνω από κοινού με κάποιον κάτι μετά από κάτι άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐπεκπίνω «πίνω κάτι μετά από κάτι άλλο»] … Dictionary of Greek